poeten | loslesen | gegenlesen | kritik | tendenz | news | links | info | verlag | poet |
Dinos Chrstianopulos * 1931
Dinos Christianopoulos Dinos Christianopoulos (Pseudonym von Konstantinos Dimitriadis) wurde 1931 in Thessaloniki geboren. Er studierte an der Philologischen Fakultät der Aristoteles- Omicron; Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Φοίτησε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1958 ως το 1965 εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Παράλληλα το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό "Διαγώνιος", που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις. Το 1962 δημιούργησε τις "Εκδόσεις της Διαγωνίου" και από το 1965 εργάστηκε ως διορθωτής και επιμελητής. Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες του Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Βιογραφία" στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Μορφές". Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Εποχή των ισχνών αγελάδων". Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που είναι γνωστή ως "Κύκλος της Διαγωνίου" και κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, κ.α.). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 1. Passion Christi Gründonnerstag. Jesus wird wieder die Füße der Apostel waschen, und wieder wird ihm Petrus sagen "Nimm dich nicht nur meiner Füße an, sondern lass deine Sorge meinem ganzen Körper zukommen.''. Zwölf Lieben hatte auch ich im Leben . Aber kein Petrus fand sich für mich, ihm die Füße zu waschen. Ich höre das Evangelium, die Kunde vom Abendmahl, und plötzlich werde ich erleuchtet: tausendmal heller, weil es mir selbst nicht vergönnt war. Szenen von solch höchstem Opfer und solcher Demütigung sollten nicht von meiner Geilheit durch Imitationen verdreckt werden. * * * ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΑ ΣΕΠΤΑ 2 Der Spaziergang Ein weißer Transporter hielt vor der Tür. „Sie haben das Kopfkissen und die Pantoffeln Ihrer Mutter vergessen“, sagte ein kleiner alter Mann, der aus dem Führerhaus gestiegen war. Er öffnete den Wagenfonds, und ich sah meine Mutter dort im Sarg liegen, ordentlich und mürrisch. „Wundern Sie sich nicht“, sagte der Mann. „Wenn in der Klinik jemand stirbt, fahren wir mit diesem Auto, damit die Kranken den Leichenwagen nicht sehen und keine Angst bekommen.“ Wir legten ihr das Kissen zurecht und zogen ihr die Pantoffeln an. „Tun Sie mir bitte einen Gefallen“, sagte ich, „bevor Sie meine Mutter auf den Friedhof bringen, machen Sie eine Tour durch die Umgebung mit ihr. Das wird ihrer Seele eine große Freude sein.“ Als sie am Nachmittag ins Grab hinabgelassen wurde, blühte ein Lächeln auf ihrem Gesicht. * * * Ο περίπατος Ένα άσπρο ημιφορτηγάκι σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. "Ξεχάσατε το μαξιλάρι και τις παντόφλες της μητέρας σας", μου είπε ένα γεροντάκι που κατέβηκε από μπροστά. Μου άνοιξε την κλειστή καρότσα και είδα μέσα τη μητέρα μου, συγυρισμένη στο κιβούρι της και σκυθρωπή. "Μην παραξενεύεστε", συνέχισε το γεροντάκι. "Άμα κανείς πεθάνει στην κλινική, τον κουβαλάμε μ΄αυτό, για να μη βλέπουν οι άρρωστοι τη νεκροφόρα κι αγριεύονται". Της βάλαμε το μαξιλάρι και τις παντόφλες. "Θέλω μια χάρη», του είπα΄ "πριν να την πάτε στο νεκροταφείο, κάντε της μια γυροβολιά με το αμάξι.Θα το χαρεί πολύ η ψυχή της". Όταν το απόγευμα την κατεβάζαμε στον τάφο, ένα χαμόγελο άνθιζε στο πρόσωπό της. 3. Die Katze Eine Katze kommt durch die Verandatür und streicht um meine Beine, dass ich sie füttere. Sie schnappt sich das Fleisch, das ich ihr zuwerfe, aber wenn ich mich bücke, um sie zu streicheln, hält sie Abstand und zeigt mir die Krallen. Komisch, meinen Beinen vertraut sie, nur vor meinen Händen hat sie Angst. Aber vielleicht ist sie weise: Von den Beinen bekäme sie höchstens einen Tritt, während die Hände sie erwürgen könnten. Eine wilde Katze. Sie weiß wohl nichts von Streicheleinheiten, oder vielleicht doch, und sie zieht sich deshalb zurück? Die Füße verehrte auch ich, und bekam Tritte; ich streichelte Hände und wurde geschlagen. Die Weisheit der Katze aber konnte ich bislang nicht begreifen. * * * ΓάταΜια γάτα έρχεται απ΄την πόρτα της βεράντας και τρίβεται στα πόδια μου να την ταϊσω. Αρπάζει το κρέας που της ρίχνω, μα όταν σκύψω για να την χαϊδέψω, τραβιέται πίσω και μου βγάζει νύχια. Παράξενο΄τα πόδια μου τα εμπιστεύεται, μόνο τα χέρια μου φοβάται. Μα ίσως νά΄ναι σοφή: από τα πόδια, το πολύ να φάει κλοτσιά, ενώ τα χέρια μπορεί και να την πνίξουν. Άγρια γάτα΄τάχα δεν ξέρει από χάδια, ή μήπως ξέρει και γι΄αυτό τραβιέται; Κι εγώ λάτρεψα πόδια, κι έφαγα κλοτσιές΄χάιδεψα χέρια, κι έφαγα ξύλο. Μα τη σοφία της γάτας δε μπόρεσα ακόμα να την καταλάβω. 4. Die Untote Sie ist fast tot, und doch beharrt sie noch darauf, mich zu kommandieren: „Warum kommst du erst jetzt? Wo warst du denn so lang?“ (Ich komme gegen zehn, sie findet das zu spät). ein vernichtender Blick, voller Bosheit, eine Frau, die sich daran gewöhnt hat, ihr Kind bei jeder Kleinigkeit zu strafen. Und heute, da ich erwachsen bin, immer noch das Gleiche. Sie will an keinem Abend sehen, dass ich fröhlich nach Hause komme, sofort beginnt sie ihr Gift zu verspritzen: „Bislang wartete ich, dass Vater vom Feiern aus der Taverne kam, und jetzt warte ich auf dich, und deine Heimkehr von der Straße.“ Und wie sie über die Jahre die Kontrolle über mich verliert, schaut sie heute, dass sie mich täglich fertig machen kann mit ihrem Jammern und mit dem Verweis auf ihre Gebrechen. Und stets das gleiche Ende: “Hund, ich sterbe, und du feierst.“ Mein Gott, wie kam in die mütterliche Sorge so viel Gift? Und die Mutter, die sich meine Kindheit lang Gedanken machte, dass mir nichts Schlimmes widerfährt, warum hat sie sich jetzt zum Ziel gesetzt, mich fertig zu machen? * * * Το χούφταλο Έγινε χούφταλο κι ακόμα επιμένει να με κάνει κουμάντο: "Γιατί άργησες; Πού ήσουν τέτοια ώρα;" (γυρνώ στις δέκα, και το βρίσκει αργά). Μάτι επιτιμητικό, γεμάτο κακία, γυναίκα που συνήθισε για το παραμικρό να τιμωρεί το παιδί της. Και τώρα που μεγάλωσα, ακόμη τα ίδια. Να μη με δει καμιά βραδιά να επιστρέφω χαρούμενος - αμέσως αρχινάει το φαρμάκι: "Ως τώρα περίμενα τον πατέρα σου απ΄τις ταβέρνες, τώρα περιμένω εσένα απ΄τους δρόμους". Κι όσο περνούν τα χρόνια και χάνει από πάνω μου τον έλεγχο, κοιτάει πως να με εξουθενώνει καθημερινά με κλάματα και με αρρώστιες. Και πάντα η ίδια επωδός: "Σκύλε, εγώ πεθαίνω, κι εσύ γλεντάς". Θε μου, η μητρική στοργή πού βρήκε τόσο δηλητήριο; Κι η μάνα που έτρεμε μην πάθω τίποτα από μικρός, πώς τώρα τό΄βαλε σκοπό να με ξεκάνει; Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 11.06.2013 |
|
|
poetenladen | Blumenstraße 25 | 04155 Leipzig | Germany
|
virtueller raum für dichtung
|