poeten | loslesen | gegenlesen | kritik | tendenz | news | links | info | verlag | poet |
Jorgos Seferis
Jorgos Seferis Jorgos Seferis (Pseudonym George Seferiades) wurde 1900 in Smyrna geboren und zog 1914 nach Athen. Mit achtzehn Jahren begann er Jura in Paris zu studieren. Nach dem Studium nahm er eine diplomatischen Laufbahn auf. Nach dem deutschen Invasion in Kreta 1941 ging er nach Südafrika, Ägypten und Italien. 1963 erhielt er den Literatur-Nobelpreis. Seine Beerdigung am 22. September 1971 in Athen war die erste Massendemonstration gegen die griechisch faschistische Diktatur. Werke: Wende (Στροφή), 1931 Die Zisterne (Στέρνα), 1932 Mythischer Lebensbericht (Μυθιστόρημα), 1935 Übungsheft (Τετράδιο Γυμνασμάτων), 1940 Logbuch I (Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄), 1940 Logbuch II (Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄), 1944 Drossel (Κίχλη), 1947 Logbuch III – Zypern, wohin mich das Orakel wies (Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄), 1955 Drei geheime Gedichte (Τρία κρυφά ποιήματα), 1966 Übungsheft II (Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄), 1976 Ο Γιώργος Σεφέρης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη, γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά το 1914 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στα δεκαοκτώ του χρόνια έφυγε για να σπουδάσει νομικά στο Παρίσι. Μετά τις σπουδές του ακολούθησε τη διπλωματική καριέρα, γι’ αυτό έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από την Ελλάδα. Με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων το 1941 ακολούθησε την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, στη Νότιο Αφρική, στην Αίγυπτο και την Ιταλία έως το 1944. Στα ελληνικά Γράμματα εμφανίστηκε το 1931 με τη συλλογή Στροφή και ακολούθησε η επόμενη συλλογή με τον τίτλο Στέρνα (1932). Ακολούθησαν οι συλλογές Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ (1940) και τον ίδιο χρόνο το Τετράδιο Γυμνασμάτων, ενώ αργότερα το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ, Κίχλη, Τρία κρυφά ποιήματα και Τετράδιο Γυμνασμάτων. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 1. Der Hafen ist alt, ich kann nicht mehr warten weder auf den Freund, der zur Insel mit den Kiefern fuhr, noch auf jenen, der fuhr zur Insel mit den Platanen, auch nicht auf den, der ging aufs offene Meer hinaus. Ich streichle die verrosteten Kanonen, ich streichle die Ruder, dass mein Körper lebendig wird und sich strafft. Die Segeltücher riechen nur nach Salz eines anderen Sturmes. Selbst wenn ich allein sein wollte, die Einsamkeit suchte, ersehnte ich doch nicht, meine Seele am Horizont in Trümmer zerfallen zu sehen, nicht diese Linien, diese Farben, diese Stille. Die Sterne der Nacht bringen mir die Erwartung Odysseus zurück, auf die Toten in den wilden Narzissen. Als wir uns in die Narzissen hier legten, wollten wir die Schlucht finden, die Adonis sah, als er verwundet. * * * Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένωούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια ούτε το φίλο που έφυγε για τ΄ανοιχτά. Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά να ζωντανέψει το κορμί μου και ν΄αποφασίσει. Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά του αλατιού της άλλης τρικυμίας. Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή, το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα, αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή. Τ΄άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ΄ασφοδίλια. Μες στ΄ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ- πέρα θέλαμε να βρούμε τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο. 2. Wir warteten drei Jahre auf den Engel, betrachteten gedankenverloren die Kiefern aus der Nähe, das Meer und die Sterne. Fest hatten wir die Pflugschar oder den Kiel des Schiffes im Auge, hielten so Ausschau nach dem ersten Samen, mit dem das uralte Drama von Neuem beginnt. Wir kehrten gebrochen in unsere Häuser zurück mit matten Gliedern, der Mund zerfurcht durch Rostgeschmack und Salz. Als wir erwachten, reisten wir nach Norden, fremd dort versanken wir im Wirbel der Schwingen weißer Schwäne, die auf uns einschlugen. In den Winternächten machte uns der kräftige Ostwind verrückt und in den Sommern verloren wir uns in der Agonie des nicht enden wollenden Tages. Wir brachten die Reliefs einer bescheidenen Kunst zurück. * * * Τον άγγελοτον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια κοιτάζοντας πολύ κοντά τα πεύκα το γιαλό και τ΄άστρα. Σμίγοντας την κόψη τ΄αλετριού ή του καραβιού την καρένα ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα. Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι μ΄ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας. Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ΄άσπιλα φτερά των κύκνων που μας πληγώναν. Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει. Φέραμε πίσω αυτά τ΄ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής. 3. Astyanax Jetzt da du weggehst, nimm auch das Kind mit, das das Licht unter dieser Platane erblickte, an einem Tag als Hörner hallten und Waffen glänzten und die verschwitzten Pferde senkten ihre Köpfe in die Tränke und berührten mit feuchten Nüstern die grüne Oberfläche des Wassers. Die Ölbäume mit den Falten unserer Eltern die Felsen mit dem Wissen unserer Eltern und das pulsende Blut unseres Bruders auf der Erde: diese reiche Reihung war eine hohe Freude den Seelen, die um ihr Gebet wussten. Jetzt da du weggehst, jetzt da der Tag der Vergeltung anbricht, jetzt da niemand weiß, wen er töten wird und wie er endet, nimm das Kind, das das Licht unter den Blättern dieser Platane erblickte und weihe es ein in das Studium der Bäume. * * * ΑστυάναξΤώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι, μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν την πράσινη επιφάνεια του νερού στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια. Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους. Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει, πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου και μάθε του να μελετά τα δέντρα. 4. Hier vollenden sich die Werke des Meeres, enden die Werke der Liebe. Jene, die einmal hier leben, wo wir enden, sollten, wenn in ihrem Gedächtnis das Blut schwarz hervorquillt, uns nicht vergessen, auch unsere schwachen Seelen nicht zwischen Narzissen, sie sollten der Opfer Köpfe zur Finsternis wenden: Wir, die wir nichts hatten, werden sie Frieden lehren Dezember 1933 – Dezember 1934 * * * Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια, ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων: Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη. Δεκέμβρης 1933 - Δεκέμβρης 1934 5. Flucht Es war keine andere als unsere Liebe, sie verging, kam wieder und brachte uns ein Augenlid, halb geschlossen einzeln, ein steinernes Lächeln, verloren im morgendlichen Gras eine sonderbare Muschel, die unsere Seele beharrlich zu erklären versucht. Unsere Liebe war nicht anders, tastete ruhig in den Dingen, die uns umgaben versucht zu erklären, warum wir um keinen Preis sterben wollen. Auch wenn wir uns an den Lenden fassten, auch wenn wir mit ganzer Kraft den Anderen umhalsten, auch wenn wir unseren Atem mit dem Atem des Anderen mischten, auch wenn wir unsere Augen schlossen, sie war keine andere als nur dieser tiefe Kummer, dass wir uns auf der Flucht aneinander klammerten. * * * ΦυγήΔεν ήταν άλλη η αγάπη μας έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο μέσα στο πρωινό χορτάρι ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας. Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε με τόσο πάθος. Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα εκείνου του ανθρώπου κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε μέσα στη φυγή. 6. Kind Als ich heranwuchs, quälten mich die Bäume was grinst ihr so? Kam euch der Frühling in den Sinn? zu schwer für kleine Kinder? mir gefielen die grünen Blätter sehr ich denke, dass ich ein wenig gebildet weil das Löschpapier auf meiner Schulbank auch so grün war mich ärgerten die Wurzeln, wenn sie kamen in der Wärme des Winters sich um meinen Körper zu schlingen ich hatte als Kind keinen anderen Traum; so lernte ich meinen Körper kennen * * * ΠαιδίΌταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδιά; μ’ άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστασιά τού χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο κορμί μου δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί΄ έτσι γνώρισα το κορμί μου. 7. Postskriptum Aber sie haben so bleiche Augen ohne Wimpern und ihre Arme sind dünn wie Bambustriebe. Herr, lass uns bitte nicht allein mit ihnen! Ich erkannte die hellen Stimmen unserer Kinder die bei Tagesanbruch die grünen Hänge herab rennen fröhlich wie Bienen und wie Schmetterlinge so bunt. Herr, lass uns bitte nicht allein mit ihnen! Deren Stimme es kaum vermag, über ihre Lippen kriechen. Sie klebt fest an ihren gelben Zähnen. Dein sind das Meer und der Wind, und der Stern der am Firmament prangt Herr, lass uns bitte nicht allein mit ihnen, denn sie wissen nichts von unserem Dasein wie wir leben und unsere Wunden mit Kräutern heilen, die wir auf den grünen Hängen sammeln, die keine anderen sind, als jene, da in der Nähe; dass wir so atmen, wie es uns zu atmen möglich ist mit einem kleinen Gebet jeden Morgen während unsere Gedächtnislücken vom Meer geflutet werden – Herr, lass uns bitte nicht allein mit ihnen! Dein Wille soll anders geschehen. * * * ΥστερόγραφοΑλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια. Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Γνώρισα τη φωνή των παιδιών την αυγή πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα. Κύριε, όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους δε βγαίνει καν από το στόμα τους. Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια. Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας μ’ ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα, Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε ό,τι μπορούμε νά ειμαστε γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές, όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας· πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν’ ανασάνουμε με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί που βρίσκει τ’ ακρογιάλι ταξιδεύοντας στα χάσματα της μνήμης- Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου. 8. Das Laub der Silberpappel Εs zitterte stark als der Wind es verwehte es zitterte stark, wie könnte es nicht erfasst werden vom Wind drüben weit ein Meer weit drüben eine Insel in der Sonne und in den Händen die Ruder sterben im Moment da die Insel auftauchte und die Augen verschlossen in Meeresanemonen. Es zitterte derart, ich suchte es in der Zisterne mit dem Eukalyptus im Frühling und im Herbst auch und in nackten Wäldern, mein Gott, ich suchte es * * * Το φύλλο της λεύκαςΈτρεμε τόσο που το πήρε ο άνεμος έτρεμε τόσο πώς να μην το πάρει ο άνεμος πέρα μακριά μια θάλασσα πέρα μακριά ένα νησί στον ήλιο και τα χέρια σφίγγοντας τα κουπιά πεθαίνοντας την ώρα που φάνηκε το λιμάνι και τα μάτια κλειστά σε θαλασσινές ανεμώνες. Έτρεμε τόσο πολύ το ζήτησα τόσο πολύ στη στέρνα με τους ευκαλύπτους την άνοιξη και το φθινόπωρο σ’ όλα τα δάση γυμνά θεέ μου το ζήτησα. 9. [In den Meeresgrotten] In Meeresgrotten liegt ein Durst, liegt eine Liebe, wächst Erregung, hart wie Muscheln alles du kannst sie in die Hand legen. In den Meeresgrotten sah ich dir über Tage in die Augen und erkannte dich nicht, wie du mich nicht erkanntest. * * * [Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές…]Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση, όλα σκληρά σαν τα κοχύλια μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου. Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis
06.05.2014 |
|
|
poetenladen | Blumenstraße 25 | 04155 Leipzig | Germany
|
virtueller raum für dichtung
|