poeten | loslesen | gegenlesen | kritik | tendenz | news | links | info | verlag | poet |
Manolis Anagnostakis
Manolis Anagnostakis Manolis Anagnostakis (1925–2005) wurde in Thessaloniki geboren, studierte Medizin in Wien und arbeitete als Facharzt für Radiologie in Thessaloniki. 1978 zog er nach Athen. Aufgrund seiner politischen Aktivitäten in der griechischen Studentenbewegung wurde er von 1948 bis 1951 inhaftiert und im Jahr 1949 durch eine provisorisches Gericht zum Tode verurteilt. Er veröffentlichte Gedichte und kritische Anmerkungen in Literaturzeitschriften, kritische Essays und Aufsätze. Seine Gedichte wurden ins Englische, Französische, Deutsche und Italienische übersetzt und von verschiedenen Komponisten, darunter Mikis Theodorakis, vertont. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη . Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά.Έγραψε ποίηση, κριτικά κείμενα και δοκίμια. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και μελοποιήθηκαν από αρκετούς συνθέτες, μεταξύ των οποίων είναι και ο Μίκης Θεοδωράκης. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 1. Warten So viele Jahre sind es, bis sie zurück kommt ... Trotzdem schwebt ihr Geruch überall Liegt im ganzen Raum auch in den verstecktesten Ecken Als wäre sie noch unter uns! Aber sie müsste nach diesen Jahren längst zurückgekommen sein In dieser Zeit erwarte ich sie jeden Abend Zeichne mit dem Bleistift rote Münder auf Papier Egal wie, müsste die Tür doch noch einmal knarren Vielleicht nur vom Wind. Vielleicht auch mit eingetrockneten Schwüngen auf ihren Lippen Mit rabenschwarzen Rillen auf der Stirn Es genügt, dass sie zurückkommt nach Jahren Nur dass sie kommt! ... Und feurige Münder auf das Papier zeichnet. … Ich meinte, zu ersticken! * * * ΑναμονήΠόσα χρόνια να γυρίσει … Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού Ξεχασμένη σ’ όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές Σάμπως να ζει ακόμη ανάμεσά μας! Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια Αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ Σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί Όπως και να ’τανε έπρεπε να τρίξει πάλι η πόρτα Ας είναι κι απ’ τον άνεμο. Ας είν’ με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη Στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις Φτάνει που θά ’ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια Μόνο που θά ’ρθει! … Σχεδιάζοντας κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί. … Νόμισα πως θα πνιγόμουνα! 2.
Die Besiegten * * * Οι νικημένοιΑνάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου, Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού, Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο, Όμως ποιός δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας, Ποιός δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ’ άναμμα της σάρκας; Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους, Ξέρεις πως θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας. Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες Χωρίς δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας. Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, Κι όμως γιατί ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία; Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα. 3. Schach Komm, spielen wir. Ich werde dir meine Königin opfern. (Sie war einmal meine Geliebte Nun habe ich keine Geliebte mehr) Ich werde dir meine Türme opfern (Jetzt erschieße ich meine Freunde nicht mehr Sie sind lange vor mir gestorben) Und dieser König war nie der meine. Und was will ich mit so vielen Läufern? (Sie ziehen nach vorne, blind, ganz ohne Vision) Αlles, auch meine Springer werde ich dir schenken Nur den Narren behalte ich Der vermag, auf einer einzigen Farbe zu gehen Quer vom einem Ende zum anderen Lachend im Angesicht deiner Rüstungen Zahl Plötzlich in deine Reihen tretend Versetzt er die soliden Flügel in Aufruhr. Und diese Partie wird niemals enden. * * * Το σκάκιΈλα να παίξουμε. Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου. (Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη) Θα σου χαρίσω τους πύργους μου (Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα) Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω; (Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα) Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις. Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα. 4. Poetik Schon wieder habt ihr die Poesie verraten, wirst du mir sagen, Die heiligste Äußerung des Menschen Schon wieder behandelt Ihr sie nur als Mittel, als Lasttier Eurer obskuren Ziele, Während ihr euch des Schadens bewusst seid, den ihr bei Jüngeren anrichtet durch euer Beispiel. Was hast du verraten, sags mir Du und deinesgleichen, Jahr um Jahr, Indem ihr euer Hab und Gut eins nach dem anderen verschleudert Auf den Weltmärkten und den Basaren Seid ihr ohne Augen geblieben, um zu sehen, ohne Ohren, Um zu hören, mit versiegelten Mündern, stumm. Für welche menschlichen Heiligtümer klagt ihr uns an? Ιch weiß: wieder Μoralpredigten und Rhetorik, wirst du sagen. Dann eben! Moralpredigten und Rhetorik. Wie Nägel müssen die Wörter eingeschlagen werden, Damit sie nicht vom Wind verweht werden. * * * Ποιητική– Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις, Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον Των σκοτεινών επιδιώξεών σας Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους. – Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια, Ένα προς ένα τα υπάρχοντα σας ξεπουλώντας Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά Ν΄ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε. Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Ε ναι, λοιπόν Κηρύγματα και ρητορείες. Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Να μην τις παίρνει ο άνεμος. 5. Thessaloniki, Jahrestage 1969 n. Ch. An der Ägyptischen Allee – erste Nebenstraße links – Schießen heute das Hochhaus der Handelsbank, Reisebüros und Emigrationsbehörden in die Höhe. Und die Kleinen können nicht mehr wegen des dichten Verkehrs, der vorbeirauscht, auf der Straße spielen. Außerdem sind die Kinder älter geworden, die Zeit, die ihr gekannt, ist vergangen Jetzt lachen sie nicht mehr, flüstern sich keine Geheimnisse zu, vertrauen keinem. Diejenigen allerdings, die überlebten, denn es kamen seither schwere Krankheiten, Hochwasser, Untergänge, Erdbeben, gepanzerte Soldaten, Εrinnern sich an die Worte des Vaters: du wirst bessere Tage sehen Es ist nicht von Bedeutung, wenn sie die am Ende nicht kennen gelernt haben, Sie erzählen das Gleiche auch ihren Kindern Hoffen weiter, dass irgendwann der Kreis durchbrochen wird Vielleicht bei den Kindern ihrer Kinder oder den Kindern ihrer Kindeskinder. Zur Zeit aber, an der alten Straße, von der wir erzählten, erhebt sich die Handelsbank – ich handle, du handelst, er handelt – Reisebüros und Emigrationsbehörden – wir emigrieren, ihr emigriert, sie emigrieren – Wohin ich auch fahre, Griechenland verletzt mich, sagte der Dichter Griechenland mit den schönen Inseln, den schönen Büros, den schönen Kirchen * * * Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.Στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά – Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες΄ Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών – εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται- Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως – εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν- Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές 6. Ein Tag wird kommen Ein Tag wird kommen, an dem wir uns nichts zu sagen haben Wir werden einander gegenüber sitzen und uns in die Augen schauen Mein Schweigen wird dir sagen: wie schön bist du, und da ist keine andere Weise, es auszusprechen. Wir werden irgendwohin fahren, aus Langeweile oder nur um zu sagen, dass wir dort gewesen sind. Die Leute suchen Zeit ihres Lebens, um wenigstens die Liebe zu finden, aber sie finden gar nichts. Ich denke oft, dass unser Leben so kurz ist, dass es sich kaum lohnt, damit anzufangen. Von Athen aus werde ich nach Montevideo oder auch nach Shanghai gehen, das ist schon mal was, da kannst du nichts sagen. Wir rauchten eines Abends während einer Diskussion – erinnere dich! – unendliche viele Zigaretten – ich vergaß worüber wir sprachen und das ist schade, denn es war so sehr interessant. Wenn ich doch eines Tages fortginge! Aber du würdest überallhin gehen, um mich zu finden. Man kann, mein Gott, nicht alleine fortgehen. * * * Θα΄ρθει μια μέραΘα΄ρθει μια μέρα που δε θα΄χουμε τι να πούμε Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε. Ο κόσμος ψάχνει σ΄όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δεν βρίσκει τίποτα. Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς. Απ΄την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς να το αμφισβητήσεις. Καπνίσαμε – θυμήσου – ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ – ξεχνώ πάνω σε τι – κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον. Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θα΄ρθεις και θα με ζητήσεις. Δε μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς μοναχός του. 7. Epitaph Du bist gestorben, und warst du auch: der Gute, Der Erlauchte, Familienoberhaupt, Patriot. Sechsunddreißig Kränze, drei Reden von Vizepräsidenten, Sieben Berichte von herrlichen Diensten, die du geleistet, begleiteten dich. Ach Laurent, ich, der allein ich wusste, was für ein Abschaum du warst, Was für ein Falschmünzer, verlogen ein Leben lang Ruhe in Frieden, ich werde nicht kommen, deine Ruhe zu stören. (Ein ganzes Leben lang, werde ich verschweigen, was du warst, Und werde mir dieses Schweigen bezahlen lassen. Sehr hoch, aber nicht um den Preis deines erbärmlichen Körpers) Ruhe in Frieden. Und so bist du im Leben auch immer gewesen: der Gute, Der Erlauchte, Familienoberhaupt, Patriot. Du wirst weder der erste noch wirst du der letzte sein. * * * ΕπιτύμβιονΠέθανες – κι έγινες και συ: ο καλός, Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Τριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων, Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες. Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το΄ξερα τι κάθαρμα ήσουν, Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα Κοιμού εν ειρήνη, δεν θα΄ρθω την ησυχία σου να ταράξω. (Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.) Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός, Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Δε θα΄σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis
Druckansicht 27.09.2014
|
|
|
poetenladen | Blumenstraße 25 | 04155 Leipzig | Germany
|
virtueller raum für dichtung
|