poeten | loslesen | gegenlesen | kritik | tendenz | news | links | info | verlag | poet |
Nikos-Alexis Aslanoglou
Nikos-Alexis Aslanoglou Nikos-Alexis Aslanoglou wurde 1931 in Thessaloniki geboren. In seiner Jugend wählte er das Pseudonym „Alexis“, nach dem der Titelheld von Dostojewskis Roman „Erniedrigte und Beleidigte“. Er studierte Französische Literatur an der Universität von Thessaloniki und setzte seine Studien an der Universität Kairo und in Aix-en-Provence fort. Aslanoglou arbeitete als Bibliothekar an der Aristoteles-Universität und als Lehrer für Fremdsprachen und wissenschaftlicher Mitarbeiter im Fachbereich Architektur an der Universität Thessaloniki. Ab 1980 lebte er in Athen und war Herausgeber und literarischer Berater für einen Verlag. Er starb 1996 in Athen. Ο Νίκος Ασλάνογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Στα εφηβικά του χρόνια διάλεξε το ψευδώνυμο «Αλέξης», λόγω του ομώνυμου ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο έργο «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι». Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Α.Π.Θ. Συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Καΐρου και Αιξ-αν Προβάνς. Δούλεψε ως βιβλιοθηκάριος στο Α.Π.Θ., καθηγητής σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών και επιστημονικός συνεργάτης στην Αρχιτεκτονική του Α.Π.Θ. Μετά το 1980 έζησε στην Αθήνα και ήταν επιμελητής και λογοτεχνικός σύμβουλος σε εκδοτικό οίκο. Πέθανε στην Αθήνα. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 1. Judas * * * Ιούδας Ήταν μια δύσκολη υποχώρηση κι αυτή, να αφεθεί, και ο αέρας του βραδιού να του χτενίζει τα μαλλιά. Τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα – ο πυρετός τού έκαιγε στο στόμα. Τι κι αν τ' αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή – ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση. Μα εγώ τον συμπόνεσα στην απελπισμένη του κίνηση. Ήτανε φίλος μου, μ' έβλεπε στον ανήσυχο ύπνο του και τιναζόταν. Με ξεχώρισε στο ανώνυμο πλήθος και μου 'σφιξε το χέρι – «δε χώρισα ποτέ ευθύνες» είπε «δε δίστασα στην εκλογή, ξέρω πάντα καλά, τι είναι αλήθεια». 2. Nocturno Noch eine verschwendete Nacht. Noch eine Nacht unter den gleichen Sternbildern. Noch eine Nacht lang werde ich deine Hände festhalten; deine Augen, gleich einer Katze, sind wie die Terrasse eines Hotels im Herbst der Himmel kündigt Regen an und du weißt wie rasch die Stunden verblassen und dass die Züge beginnen nach Winterfahrplänen zu fahren und ich weiß außerdem nicht, ob ich immer jenen Riss in der Stimme erkennen werde, nur dich, oder einen Brief ohne überhaupt an eine Antwort zu denken. Noch eine verschwendete Nacht, ich in Kinderchören verloren erinnere mich an das Weinen eines Kindes, wenn die Straßen ihre Lichter herunterdimmen. * * * NυκτερινόΑκόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια νύχτα κάτω από τους ίδιους αστερισμούς. Ακόμα μια νύχτα θα σφίξω τα χέρια σου΄ τα μάτια σου είναι γατίσια σα μια ταράτσα φθινοπωρινού ξενοδοχείου ο ουρανός υπόσχεται βροχή και ξέρεις πόσο χλομιάζουν οι ώρες, τα τρένα αρχίζουν χειμερινά δρομολόγια κι ύστερα δεν ξέρω αν θ' ακούω για πάντα εκείνη τη ραγισματιά στη φωνή, εσένα μονάχα ή ένα γράμμα δίχως καν σκέψη ανταπόκρισης. Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη, χαμένος σε παιδικές χορωδίες θυμάμαι ένα κλάμα παιδιού, όταν οι δρόμοι χαμηλώνουν τα φώτα. 3. Bahnhof Litochoro Seltsam erhellt in meinem Gedächtnis der Anfang. Er ist das Leuchten hinter dem Abend, wenn das Licht sich aus Winkeln zurückzieht, eine chaotische Leere sich ausbreitet, als hörtest du im Telefon in der offenen Leitung durch Drähte eine Ekstase rauer Stimmen am Abend im Bahnhof, in dessen Begleitung das Meer, ein paar Felsen und eine Bucht, sich öffnend in eine horizontlose Weite, die Sonne, wie an einem traurigen Sonntag in der Nähe von Burgen. Ich werde den Lichtschein in der Station nie vergessen die Wollust, die verdrängt noch Verlockung des Fleischs, sich verwandelt in Zittern und Furcht, die Agonie, erzeugt von erloschenen Stimmen an der Schwelle zur Nacht, die Agonie, gemacht in der Einsamkeit unter den Vielen, die Agonie, spürst diese Einsamkeit noch im dich umschließenden Körper des andern, die Einsamkeit in der Anderen Rausch. Alles endet an dieser Grenze der letzten, die Lichter im Saal brennen herunter und leise verlöschen die Schritte. Betet für das Wachpersonal! * * * Σταθμός ΛιτόχωρουΠαράξενα φέγγει στη μνήμη μου η αρχή. Είναι το φέγγρισμα πίσω απ' το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ' τις γωνιές, όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές, μιαν έκσταση από άτεχνες φωνές μες απ' τα σύρματα, το βράδυ στο σταθμό που συντροφεύει η θάλασσα, δυο τρία βράχια κι ο κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα κι ο ήλιος σα λυπημένη Κυριακή κοντά στα κάστρα. Δεν θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό το πάθος που ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα γίνεται πνευματική αγωνία, η αγωνία που φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι της νύχτας η αγωνία που φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου. Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε για τις σκοπιές που αγρυπνούν! 4. Die letzte Station Jener Abend war wie kein anderer leicht salzig. Ich trank ihn Tropfen für Tropfen, so wie ich dachte: das was gegeben ist, spielt nicht mit Auslassungspunkten, spricht nicht in der Sprache der Rückkehr: »Ich werde bei den ersten Regenfällen wiederkommen.« Jener Abend war wie kein anderer leicht salzig. Ich trank ihn wo du deine Lichter am Himmel eins nach dem anderen löschst, und nichts kann wieder begonnen werden. Und ich, der an jenen Abend nur denkt und nicht spricht – die Augen feucht, feucht der Mund, die Haare nass wie die Fensterscheiben in einem Waggon dritter Klasse und du siehst vage,dass nichts mehr von Wert ist in deinen locker verschränkten Händen und ausgefallenen Haaren. * * * Τελευταίος σταθμόςΑυτό το βράδυ στάθηκε το πιο γλυφό. Το ήπια σταλαματιά σταλαματιά καθώς σκεφτόμουνα πως ό,τι δόθηκε δεν παίζει με τ' αποσιωπητικά δε μιλά τη γλώσσα της επιστροφής θα ξανάρθω με τα πρωτοβρόχια. Αυτό το βράδυ έφυγε ακόμα ένας. Χάθηκε εκεί που σβήνεις ένα ένα τα φώτα σου στον ουρανό και τίποτα δεν είναι πια να ξαναρχίσει. Κι εγώ να σκέφτομαι το βράδυ αυτό, να μη μπορώ να μιλήσω τα μάτια υγρά, το στόμα υγρό, τα μαλλιά μουσκεμένα σαν τα παράθυρα σ' ένα βαγόνι τρίτης θέσης και βλέπεις αόριστα πως τίποτε πια δεν ωφελεί μες στα χαλαρωμένα χέρια και στα πεσμένα μαλλιά σου. 5. Ruinen von Palmyra Während die Zeit vergeht, je mehr ich akzeptiere, umso besser verstehe ich, warum du immer wichtiger wirst und die Bedeutung bekommst, die die Menschen den Ruinen zuschreiben. Hier, wo alles gekehrt wird - die Stätten aus Marmor, die Steine und die Geschichte -, bleibst du und dein glühender Atem, um zu erinnern an den Gang durch die Schönheit, das Eingedenken all dessen was unmerklich in mir, krampfhaft im eigenen Verfall, stillstand, auch an die Anderen, die ahnungslos in einen tiefen Schlaf fallen. Während die Zeit vergeht und je tiefer ich in den unbeweglichen Herbst eindringe, der mit seinem Licht die Gehsteige wäscht und aufweicht, desto drängender zeigt sich mir in der vergoldeten Gabe der Sonne ein Verlassen von allem, was ich erwartet und nicht bekam, was die anderen erwartet und ich verweigerte, da ich es nicht hatte, was ich leichtsinnig teilte, bleibe ich fremd und verwahrlost. Aber wenn ich in meinem zertrümmerten Gedächtnis Ruinenbrocken wälze, finde ich eine Erwiderung in der Tiefe, denn die Marmorbrocken die Steine und die Geschichte bleiben erhalten, um zu erinnern an deinen Gang durch die Schönheit: eine Antwort darauf was ich erwartet habe und doch nicht bekam. * * * Ερείπια της ΠαλμύραςΌσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν. Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω ξένος και κουρελιάρης τώρα. Μα όταν μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση για όσα περιμένω και δεν πήρα. 5. Was mich für immer lähmt Was mich für immer lähmt und dich in mir vernichtet und sich für mich nicht interessiert meine Hände und den Verstand unentschlossen sein lässt, in drückender Trägheit während ich die Verurteilten vom frühen Morgen an bis in die Nacht in meiner Gegend vorbeiziehen sehe, und das Schlimmste, dass auch du unter ihnen umherziehst, ich weiß, der Tod kann es nicht sein. Denn es bindet die Atemzüge an die Musik des Schlafes, entwaffnet die Kümmernisse und versöhnt den Traum mit dem glühenden Gedächtnis und alles verwandelt sich in eine glänzende Inszenierung. Was mich lange Zeit träge und schwach gehalten hat, ja fast wehrlos, scheint angesichts der Linderung der langjährigen Krankheit eine blinde Hingabe an Ebenbilder aber auch ein merkwürdiger Trotz, dass wir uns vergeuden. * * * Ό,τι για πάντα με μουδιάζειΌ,τι για πάντα με μουδιάζει κι οδηγεί εσένα στο χαμό κι αδιαφορεί για μένα κρατώντας μου τα χέρια και το νου αναποφάσιστα, σε ένοχη απραξία βλέποντας καταδίκους να περνούν απ' το βαθύ το χάραμα ως τη νύχτα μες στις γνωστές μου γειτονιές, και το χειρότερο να περιφέρεσαι ανάμεσα εσύ, ξέρω πως δεν μπορεί να είναι ο θάνατος. Γιατί χωνεύει ανάσες μες στη μουσική του ύπνου, αφοπλίζει καημούς και συμφιλιώνει τ' όνειρο με την πυρακτωμένη μνήμη κι όλα γίνονται λαμπρή σκηνοθεσία. Ό,τι χρόνια με κράτησε άπραχτο και φιλάσθενο, σχεδόν ανυπεράσπιστο με το μαλάκωμα της μακριάς αρρώστιας, είναι προσήλωση τυφλή σε ομοιώματα κι ακόμα παράξενη επιμονή να καταναλωθούμε. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 26.09.2013 |
|
|
poetenladen | Blumenstraße 25 | 04155 Leipzig | Germany
|
virtueller raum für dichtung
|