poeten | loslesen | gegenlesen | kritik | tendenz | news | links | info | verlag | poet |
Tassos Livaditis
Tassos Livaditis Tassos Livaditis (1922–1988) hat an der Juristischen Fakultät der Universität Athen studiert. Während der deutschen Besatzung schloss er sich der Widerstandsbewegung an und wurde während des griechischen Bürgerkrieges im berüchtigten Lager auf der Insel Makronisos interniert. Von 1948 bis 1952 ging er wie viele andere linke Künstler und Intellektuelle ins Exil. Er arbeitete mit Mikis Theodorakis und verschiedenen anderen Künstlern zusammen. Während der Diktatur unterlag er einem Arbeitsverbot. Er erhielt den ersten Preis für Lyrik bei den Weltjugendfestspielen in Warschau (1953), den Staatspreis für Lyrik und war ein Gründungsmitglied der Autorenvereinigung. Seine Texte wurden von Mikis Theodorakis und anderen Komponisten vertont. Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988). Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη ένταξή του στην Αντίσταση. Κατά τη διάρκεια της κατοχής πέθανε ο κατεστραμμένος οικονομικά πατέρας του και το 1951, ενώ ο ποιητής ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του.Την τετραετία 1948-1952 εξορίστηκε στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και πολλοί άλλοι και συνέχισε να γράφει ποιήματα. Πήρε μέρος σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη ανά την ελληνική επαρχία, απαγγέλλοντας ποιήματά του και συνομιλώντας με το κοινό. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα λαϊκά περιοδικά Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου),το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή Βιολί για μονόχειρα), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το Εγχειρίδιο ευθανασίας). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη και άλλους συνθέτες. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 1. Novemberwind Jetzt ist es aber schon dunkel.
Lass uns die Tür schließen und lass die Jalousien herunter, denn die Zeit der Rechenschaft ist da. Was machten wir in unserem Leben? Wer sind wir? Warum bist du nicht ich? Seit langem hat keiner mehr an unsere Tür geklopft auch der Postbote ist seit Jahrhunderten nicht mehr vorbeigekommen. Oh, wie viele Briefe, wie viele Gedichte wurden vom Novemberwind verweht! Und wenn ich mein Leben verloren, dann für Dinge ohne Sinn: für ein Wort oder einen Schlüssel, für ein Gestern oder ein Morgen. Meine Nächte aber riechen nach Veilchen, weil ich mich entsinne. Wie viele Freunde sind weg, ohne eine Adresse zu hinterlassen, wie viele Worte ohne Antwort, und in der Musik, denke ich, liegt die Tristesse derjenigen, die es nicht fertig brachten zu lieben. Am Ende bleibt nichts anderes als eine vage Erinnerung an das Vergangene (wann haben wir gelebt?) und immer wenn der Frühling sich ankündigt, weine ich, denn wir werden bald vergangen sein und keiner wird sich an uns erinnern. * * * Άνεμος του ΝοεμβρίουΤώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες, γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ; Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου, την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο. Όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας, γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση, κι η μουσική σκέφτομαι, είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν. Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;) και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω, γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δεν θα μας θυμηθεί. 2. Kantate Von einer komischen Sache lasen wir zuletzt in den Zeitungen: ein Mann ging in eines dieser verruchten Häuser, nahm sich eine Frau, als sie aufs Zimmer kommen aber zieht er sich nicht aus und wiederholt nicht das ewig Gleiche, er kniet sich vor ihr nieder, hört man, und bittet, angesichts ihrer Beine weinen zu dürfen. Sie rief: »Hierher kommt man wegen anderer Sachen«. Es klopfte laut an der Tür. Nach einigem Wummern sprang die Pforte auf und sie warfen ihn unter Schlägen aus dem Haus: vor einer Frau zu weinen, abscheulich! Er bog um die Ecke völlig blamiert und verschwand. Niemand hat ihn je wieder gesehen. Und nur für die Frau wird eines Nachts der Moment unausweichlich heraufziehen, in dem sie plötzliche die schreckliche Gewissheit erlangt, dass sie sich der tiefsten, der größten erotischem Handlung verschlossen, weil sie einem Mann verboten hat, angesichts ihrer Beine zu weinen. * * * ΚαντάταΈνα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες: ένας άντρας πήγε σ? ένα απ? αυτά τα «σπίτια», πήρε μια γυναίκα, μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο, αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση, γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές, «εδώ έρχονται για άλλα πράγματα», οι άλλοι απ? έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα. Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές: ακούς εκεί διαστροφή να θέλει να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα. Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος. Κανείς δεν τον ξανάδε πια. Και μόνο εκείνη η γυναίκα, θα ?ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά πως στέρησε τον εαυτό της απ? την πιο βαθιά, την πιο μεγάλη ερωτική πράξη, μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της 3. Das Es kommen Stunden, da dich plötzlich ganz die Sehnsucht nach dem Ungesagten übermannt – wie die vage Erinnerung an den Geschmack einer Frucht, die du einmal gegessen hast, vor langer Zeit als du noch Kind warst, es war ein ferner sonniger Tag – und du willst dich daran erinnern, doch er verschwimmt dir. Deine Augen füllen sich mit dem gleißenden Licht verlorener Kinderzeit. Und vielleicht sogar mit Tränen. Deshalb sage ich, ihr sollt einem weinenden Menschen immer glauben. Denn das ist der Moment, in dem euch seine große und gefesselte Hand verrät, was nie gesagt werden wird. * * * ΕκείνοΈρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο η νοσταλγία του ανέκφραστου - σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού, που΄φαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί, μια μέρα μακρινή, λιόλουστη - και θέλεις να τη θυμηθείς κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου γεμίζουν τότε από΄να θάμπος χαμένων παιδικών καιρών. Ή ίσως κι από δάκρυα. Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει. Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του, φιμωμένο και γιγάντιο, Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί. 4. Tagebuchblätter Wer weiß, was morgen geschieht, oder wer hat je erfahren, was gestern geschah. Meine Jahre verschwanden hier und da in Zimmern, in Zügen, in Träumen. Manchmal aber gleicht die Stimme einer Frau, wenn es dämmert, dem Abschiedsgruß einer Lebenszeit, die endet, und die Tage, die dir fehlen, oh Februar, werden uns im Paradies vielleicht angerechnet. Ich denke über die kleinen Hotels nach, wo ich die meiner Jungend Seufzer verstreute. Niemand entkommt dem Ende, doch wohin soll man auch fliehen? Und die Liebe ist unsere Narretei angesichts der Unmöglichkeit, einander kennen zu lernen. Erbarme dich Herr, du hast den Dichtern unrecht getan, indem du ihnen nur eine Welt gabst und wenn ich sterbe, möchte ich unter den Blättern meines Tagebuches beerdigt werden, um die Tage mit mir zu nehmen. Und was vielleicht übrig bleibt von uns, ist ein kleines Vergissmeinnicht am Rand des Weges. * * * Φύλλα ημερολογίουΠοιός ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιός έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες. Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί σε δωμάτια, σε τραίνα, σε όνειρα. Αλλά καμιά φορά η φωνή μιάς γυναίκας καθώς βραδιάζει, μοιάζει με το αντίο μιας ηλικίας που τελείωσε, κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν στον παράδεισο. Συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία, όπου σκόρπισα τους στεναγμούς της νιότης μου. Ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει πού; Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλον. Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο ένα κόσμο. Κι όταν πεθάνω, θα’ θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημερολογίου για να πάρω και το χρόνο μαζί μου. Κι ίσως ό,τι μείνει από μας, να’ ναι στην άκρη του δρόμου μας ένα μικρό μη με λησμόνει. 5. Der erste Vers Aber warum halten wir manchmal auf einer unbekannten Straße inne, oder vor einem alten Haus? Woran erinnern wir uns? Wen vermissen wir? Und ein anderes Mal fühlst du unter einer Brücke oder hinter einer Gardine ein wirkliches Leben in dir. Dinge, die deine Seele irgendwann abbezahlen wird. Bis eines Morgens das erste Zwitschern aus dem Garten klang: Frühling. Mutter setzte sich einen anderen Hut auf, das Dienstmädchen lief hinauf in die Mansarde und weinte, und der Großvater vergaß in der Bibel zu lesen... Jetzt sitze ich auf dem alten Schaukelstuhl, in dem schon drei Generationen gesessen. Wohin sind die vielen Menschen gegangen? Μein ganzes Leben ist nichts anderes, als die Erinnerung an einen Traum in einem Traum. Und auch wenn Anna lachte, war es noch, als ob Jasminblüten verstreut würden, die Nacht erhellte sich für einen Moment. Ich erinnere mich noch daran, wie ich ein Kind war und meinen ersten Vers schrieb. Seitdem weiß ich, dass ich nie sterben werde, sondern, dass ich jeden Tag sterbe. * * * Ο πρώτος στίχοςΑλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός άγνωστου δρόμου ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι. Τι μας θυμίζουν; Ποιόν αναζητούμε; Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις να ζεις πιο αληθινά- πράγματα που θα τα εξοφλήσεις κάποτε με τη ψυχή σου. Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδισμα στον κήπο: Άνοιξη. Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφίτα και έκλαιγε κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο… Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθισαν τρεις γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι; Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σ΄ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε, ήταν σαν να σκόρπιζε γιασεμιά φωτιζόταν για λίγο η νύχτα. Θυμάμαι παιδί που έγραψα τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ, αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα. 6. Adieu Eines Nachts werde ich mit großen Schlüsseln die Waggons aufschließen, um die alten Tage einzulassen, die Schlüsselbesitzer werden gestorben sein, auf den Gleisen werden die Margeriten der Morgenstunden unserer Kindheit wachsen. Keiner hat erfahren, dass ich lebte, müde von so vielen Wintern, von so vielen Zügen, die nirgendwo hielten, von so vielen Worten, die niemals ausgesprochen wurden. Die Hörner sind heiser, wir begruben sie im Schnee. Wo bin ich? Warum bekomme ich keine Antwort auf meine Briefe? Und wenn wir besiegt wurden, dann nicht aus Zufall oder durch Schwierigkeiten, sondern von unserer eigenen Leidenschaft für Fernes und den Wind, der plötzlich die Türen zuschlägt, so dass wir immer draußen sind wie heute Abend in dieser leeren Landschaft, in der ich mit meinen toten Freunden Blindekuh spiele. Alles endet irgendwann. Also, Adieu! Die schönsten Gedichte werden niemals geschrieben … * * * ΑντίοΚάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να περάσουν οι παλιές μέρες. Οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες απ΄τα παιδικά μας πρωινά. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώνες, τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν, οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι. Που είμαι; Γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου; Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ΄ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε έξω όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο, που παίζω την τυφλόμυγα με τους νεκρούς μου φίλους. Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα δεν θα γραφτούν ποτέ … Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis
29.07.2014 |
|
|
poetenladen | Blumenstraße 25 | 04155 Leipzig | Germany
|
virtueller raum für dichtung
|