poeten | loslesen | gegenlesen | kritik | tendenz | news | links | info | verlag | poet |
Petros Golitsis * 1978
Petros Golitsis Petros Golitsis wurde 1978 in Thessaloniki geboren. Er studierte Wirtschaftswissenschaften an der Universität von Thessaloniki und der University of London (Birkbeck College). Seine Gedichte wurden ins Rumänische, Serbische und Englische übersetzt. Gedichte und Essays erschienen in Literaturzeitschriften wie: odos panos, Bibliothek von Eleftherotypia, poiein, mandrake u.a. Ο Πέτρος Γκολίτσης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1978. Σπούδασε οικονομικά σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Birkbeck College). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα Ρουμανικά, στα Σερβικά και στα Αγγλικά. Ποιήματα και δοκίμιά του έχουν επίσης δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά: «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, «Οδός Πανός», «Ένεκεν», «Μανδραγόρας», «poetix», «Θέματα Λογοτεχνίας», «Κουκούτσι», «Πόρφυρας», «Εμβόλιμον», «Τεφλόν», «Αλμανάκ Ποιείν», «poiein» και «poeticanet». Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 1 Zwei Gedichte für Anselm Kiefer I Wie ein Koffer auf leeren Flughäfen werde ich umhergekarrt auf schwarzen Laufbändern, die rostig knarren. Sprießt Gras auf der Hinterlassenschaft der Menschen, die Menschen selbst, trockenes Unkraut, werden entsorgt. Der Wind pfeift blutig rot. Ein Flugzeug abseits erbricht – im Sterben – Stroh. II Die Sonne pulsiert, das Herz im Körper eines Jungen. Fleisch zerfällt wie abgestoßene Blätter, die auf die Bäume zurückkehren, diamantenen Ohrringen gleich hängen sie am Rand quadratischer Verse, versteinert, mit dem Meißel nicht zu formen. Gras, trockenes, wächst schon auf unseren Werken. * * * ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΣΕΛΜ ΚΙΦΕΡΙ Βαλίτσα περιφέρομαι σ’ άδεια αεροδρόμια σε μαύρες ταινίες που τρίζουν σκουριά. Χορτάριασαν τα απομεινάρια των ανθρώπων οι ίδιοι οι άνθρωποι χόρτα ξερά παραμερίζονται σφυρίζει αίμα ο αγέρας. Ένα αεροπλάνο παράμερα βήχει – ετοιμοθάνατο – άχυρο. ΙΙ Πάλλεται ο ήλιος καρδιά σε σώμα έφηβου. Η σάρκα σαπίζει φύλλα πεσμένα, γυρνούν στα δέντρα σαν σκουλαρίκια διαμαντένια κρέμονται από τις άκρες τετράγωνων στίχων απολιθωμένων που δεν θα λαξευθούν ποτέ. Χόρτα – ξερά – ήδη φυτρώνουν στα έργα μας. 2 Dachrinne Ich bin untröstlich wie ein violetter Pinselstrich auf einem morschen orangen Rohr. Dachrinne. Ich spucke Blut, in das graue Kabel der Straßen wickle ich Fliegen ein. Tod im Bauch. Heute Nacht hebt das Meer sich wie ein Rock. Altes verrostetes Eisen kommt zum Vorschein. Es lässt sich nicht verschweißen, versteht einander nicht mehr. Es rammt den Grund und der scheidet Eiter aus. * * * ΥΔΡΟΡΡΟΗ«Θάνατος στo στόμα» σαν μοβ πινελιά σε σαπισμένο πορτοκαλί σωλήνα. Υδρορροή. Φτύνω αίμα στων δρόμων το γκρίζο καλώδιο μύγες τυλίγω. Θάνατος στην κοιλιά. Απόψε σηκώνεται η θάλασσα σαν φούστα Φαίνονται σίδερα παλιά και σκουριασμένα δεν συνενώνονται ούτε συνεννοούνται πια χαράζουν το υπόβαθρο εκκρίνοντας πύο. 3 HORIZONT Deine Haut riecht nun nicht nur nach Tod mehr sondern auch nach Naphthalin. Der Himmel gleicht verstreuten Klumpen grauen Lehms, mit einer flüchtigen Bewegung löst du sie langsam, wenn du willst. In der Ferne trennst den Horizont du auf leicht du ziehst sanft am Faden von links nach rechts und es erscheint dahinter genau das gleiche Bild. Ein Alptraum. Vom Himmel regnen weiße Laken. Deine Hände sind verlassene Fahrräder. * * * ΟΡΙΖΟΝΤΑΣΤο δέρμα σου αποπνέει πια πέρα από θάνατο και ναφθαλίνη. Κομμάτια ξέχωρα γκρίζα της λάσπης όμοια ο ουρανός με μια κίνηση ανεπαίσθητη τα ξεκολλάς αργά – εφόσον θέλεις. Στο βάθος τον ορίζοντα σαν μια κλωστή εύκολα τον αποξηλώνεις τραβάς γλυκά από τα αριστερά προς τα δεξιά και αποκαλύπτεται η ίδια απαράλλαχτη εικόνα. Σαν εφιάλτης. Βρέχει ο ουρανός λευκά σεντόνια. Τα χέρια σου ποδήλατα παρατημένα. 4 HÄNDE ich habe meine Hände verliehen wo sind sie jetzt andere borgten sich Beine und wieder andere den Kopf sie brüllen hängen und man sieht es tropft das Licht ich habe nicht erwartet dass uns Rasiermesser zerreißen würden wie Bäume die Teerzeit teilen wir uns in Waggons ich bin so dämlich sagt mein Sitznachbar wirst du meiner Gutsten schreiben der Tote weint weil er so ungebildet dass er zwar tot ist doch noch immer mit mir spricht mir fehlen die Hände ihn zu beruhigen * * * ΤΑ ΧΕΡΙΑΤα δάνεισα τα χέρια μου πού ʼναι τα χέρια μου; άλλοι χρωστούν τα πόδια τους κι άλλοι την κεφαλή τους γαβγίζουν κρεμασμένοι στάζει φως δεν το περίμενα ξυράφια δέντρα να μας σκίζουν Τον χρόνο-πίσσα στα βαγόνια μοιραζόμαστε δεν ξέρω γράμματα μού λέει ο διπλανός − Θα γράψεις στην καλή μου; κλαίει νεκρός που γράμματα δεν ξέρει, που ʼναι νεκρός και μου μιλά ακόμη Δεν έχω χέρια πια να τον καθησυχάσω Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 18.06.2013 |
|
|
poetenladen | Blumenstraße 25 | 04155 Leipzig | Germany
|
virtueller raum für dichtung
|