poeten | loslesen | gegenlesen | kritik | tendenz | news | links | info | verlag | poet |
Katerina Gogou
Katerina Gogou Katerina Gogou wurde am 1. Juni 1940 in Athen geboren und starb am 3. Oktober 1993. Sie begann ihre kurze Karriere mit Theaterstücken, wandte sich später jedoch der Poesie zu. Ihre Gedichte sind bekannt für ihren unkonventionellen Charakter. Gogou arbeitete schon früh mit Kindertheatergruppen und mit dem Film. Seit Ende der 1970er Jahre veröffentlichte sie acht Gedichtsammlungen. Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 1940 και αυτοκτόνησε στις 3 Οκτωβρίου 1993. Ξεκίνησε από μικρή καριέρα στην ηθοποιία αλλά αργότερα στράφηκε στην ποίηση.Τα ποιήματα της είναι γνωστά για τον αντισυμβατικό χαρακτήρα τους. Εργάστηκε από μικρή ηλικία σε παιδικούς θεατρικούς θιάσους και στον κινηματογράφο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ασχολήθηκε με την ποίηση κι εγκατέλειψε τον κινηματογράφο. Εξέδωσε οκτώ ποιητικές συλλογές. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 1. Schau, wie sich Wege in Menschen verlieren ... die Kioske unter feuchten Zeitungen frieren wie der Himmel von Kabeln durchlöchert ist und auf das Ende des Meeres durch der Schiffe Gewicht die vergessenen Regenschirme wie traurig sie sind auf ihrer letzten Reise und der Irrtum von dem der eine Station zu früh ausstieg die nicht abgeholten Klamotten in der Reinigung und wie verlegen du warst nach zwei Jahren als du den Schein gefunden dafür wie sie uns nach und nach verbiegen mit Methode dass wir unsere Haltung zum Leben ableiten aus der Form eines Stuhles ... * * * Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοιμες τους ανθρώπους ... τα περίπτερα πως κρυώνουνε απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες ο ουρανός πως τρυπιέται στα καλώδια και το τέλος της θάλασσας από το βάρος των πλοίων πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες στο τελευταίο δρομολόγιο και το λάθος εκείνου που κατέβηκε στην πιό πρίν στάση τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο και τη ντροπή σου ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά πως να τα ζητήσεις πως τσούκου τσούκου αργά μεθοδικά μας αλλοιώνουνε να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή από το στύλ της καρέκλας ... 2. »Dichter zu werden, davor ging mir der Hintern auf Grundeis. Dass ich im Zimmer hocke, einsperr, auf das Meer glotze, vergesse. Dass die Narben über meinen Adern verheilen. Trübe Erinnerungen und Fernsehnachrichten lassen mich Tinte verwischen und meine Ansichten billig verkaufen. Dass mich die Klasse, die uns zerquetscht, anerkennt, um mich geschickt zu benutzen. Dass mein Gebrüll zum Gemurmel wird, mit dem ich die Leute um mich in den Schlaf flüstere. Dass ich Metrum und Reim erlerne, mich unterwerfe, um gesungen zu werden. Dass ich mir ein Fernglas besorge, um mir die Betrüge herananzuholen, die ich nie besteigen werde. Dass mir Priester und Akademiker auflauern, wenn ich ermattet bin, und mich zum Lump werden lassen. Sie sind geschickt und haben die Alltagsroutine, an die du dich gewöhnst. Sie haben uns zu Hunden gemacht, dass wir uns an Feiertagen schämen, aber nichts gegen Arbeitslosigkeit tun. So ist es. Auf uns warten an jeder Ecke gute Seelenklempner und schlechte Bullen. Marx ... ich habe Angst vor ihm, mein Verstand ignoriert ihn, auch dieser regierende Abschaum ist schuld, dass ich dieses verdammte Gedicht vielleicht nicht zu Ende bringen kann jetzt, vielleicht .... an einem anderen Tag ... oder?« * * * «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύείναι μη γίνω «ποιητής». Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν. Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος μη με πιάσουν στην κούραση παπάδες και ακαδημαϊκοί και πουστέψω. Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί και την καθημερινότητα που συνηθίζεις σκυλιά μας έχουν κάνει να ντρεπόμαστε για την αργία περήφανοι για την ανεργία Έτσι είναι. Μας περιμένουν στη γωνία καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι. Ο Μάρξ … τον φοβάμαι το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν αυτοί οι αλήτες φταίνε δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό μπορεί … ε … μίαν άλλη μέρα …» 3. All meine Freunde sind schwarze Vögel die auf den Dachterassen erodierender Häuser wippen Exarchia Patissia Metaxurgio Metz. Sie nehmern alle Arbeiten an. Gehen mit Rezeptbüchern und Nachschlagwerken hausieren ebnen Wege und verbinden Wüsten Dolmetscher in Kabaretts auf der Sinonstraße Berufsrevolutioniäre Sie wurden bedrängt und zogen den Schwanz ein jetzt nehmen sie Tabletten und saufen um schlafen zu können aber sie träumen mit offenen Augen und finden den Schlaf nicht. All meine Freunde sind gespannte Drähte auf den Dachterassen alter Häuser Exarchia Viktoria Koukaki Gysi. Dran habt ihr Millionen eiserner Wäscheklammern geklemmt die Schuldzuweisungen auf euren Kongressen geliehene Kleider Narben die von brennenden Kippen kamen komisches Kopfweh drohendes Schweigen Vaginitis sie verlieben sich in Schwule Trichomonaden Mensturationsverzögerung das Telefon das Telefon das Telefon zerbrochenes Glas der Krankenwagen leer. Sie machen was ihnen zufällt. Alle Zeit sind meine Freunde auf Reisen denn ihr habt ihnen jeden Zentimeter geraubt. All meine Freunde malen mit schwarzer Farbe denn ihr habt ihnen die rote verdorben sie benutzen andere Zeichen denn eure sind nur zum Arschlecken geeignet. All meine eine Freunde sind schwarze Vögel und Drähte um eure Hände. Um euren Hals. Meine Freunde. * * * Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιάπου κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς. Κάνουν ότι λάχει. Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους. Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος επαγγελματίες επαναστάτες παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα για να κοιμηθούν αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται. Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα στις ταράτσες παλιών σπιτιών Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη. Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες απειλητικές σιωπές κολπίτιδες ερωτεύονται ομοφυλόφιλους τριχομονάδες καθυστέρηση το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς. Κάνουν ότι λάχει. Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή. Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει. Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας. Οι φίλοι μου 4. Die Einsamkeit trägt nicht der Windsbraut traurige Farbe auf ihren Lidern. Sie streift nicht hüftschwingend durch die Konzertsälen und eiskalten Museen. Sie besteht nicht aus den vergilbten Bildern der guten alten Zeit und weder aus Naphthalin in den Truhen der Großmütter noch aus den violetten Bändern der breitkrämpigen Hüte. Sie spreizt ihre Beine nicht mit Schlafzimmerblick und unter Gekicher, knappen Seufzern und knappen Dessous. Einsamkeit. Der Pakistaner Farbe trägt sie und wird Stück für Stück mit jedem Einzelnen von ihnen am Ende des Lichtschachtes verrechnet. Sie steht aufrecht geduldig in der Schlange Bournasi – St. Barbara – Kokkinia Touba – Stawroupolis – Kalamaria bei jedem Wetter mit heißem Kopf. Sie spritzt ab mit Gebrüll wirft Ketten in Fensterscheiben okkupiert die Produktionsmittel und verbrennt das Eigentum. Sie ist die Besuchszeit im Knast am Sonntag Kriminelle und Revolutionäre im Gleichschritt auf dem Gefängnishof sie wird verkauft und gekauft Minute für Minute Atemzug um Atemzug auf den Sklavenmärkten der Welt – auf dem Kotziaplatz hier in der Nähe im Rotlicht steht man früh auf – um sie zu sehen. Sie ist die Nutte vor den Freudenhäusern die deutsche Zahl die die Soldaten tragen und die letzte endlose Strecke von der Autobahn ins ZENTRUM neben gepfählten Fleisch aus Bulgarien. Und wenn nicht mehr aushält ihr Blut kocht dass ihre Gattung ausverkauft wird tanzt sie auf den Tischen Zeibekiko in den Händen eine gut geschliffene Axt. Die Einsamkeit. Die Einsamkeit sage ich. Unsere sage ich ist eine Axt in unseren Händen die sich über euren Köpfe dreht dreht dreht. * * * H μοναξιά δεν έχει το θλιμμένο χρώμαστα μάτια της συννεφένιας γκόμενας. Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών και στα παγωμένα μουσεία. Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα. Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια βοϊδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς κι ασορτί εσώρουχα. Η μοναξιά. Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά και μετριέται πιάτο-πιάτο μαζί με τα κομμάτια τους στον πάτο του φωταγωγού. Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά κάτω από όλους τους καιρούς με ιδρωμένο κεφάλι. Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες τα τζάμια κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά ξυπνήστε πρωί - ξυπνήστε να τη δείτε. Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους και τα τελευταία ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία. Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο που ξεπουλάν τη φάρα της χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι. Η μοναξιά η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω είναι τσεκούρι στα χέρια μας που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει. 5. 25. Mai Eines Morgens werde ich die Tür öffnen und auf die Straße gehen wie gestern auch. Und ich werde an nichts denken nur an einen Moment mit Vater und an ein Stück Meer, das sie mir ließen – und an die Stadt. Die Stadt, die sie zersetzten. Und an unsere verschwundenen Freunde Eines Morgens werde ich die Tür öffnen aufrecht ins Feuer gehen und werde einschreiten wie gestern. „Ihr Faschisten!“ werde ich brüllen Straßensperren errichten und Steine werfen unter der roten Fahne die in der Sonne brennt. Ich werde die Tür öffnen und werde dir sagen, nicht weil ich Angst habe, sondern, weil es mir misslang und weil du lernen musst nicht ohne Waffen auf die Straße zu gehen denn ich habe es nicht geschafft – und du würdest zugrunde gehen wie ich „so“ „vage“ in Fetzen gerissen aus Meer, Kindheitsjahren und roten Fahnen. Eines Morgens werde ich die Tür öffnen und mit dem Traum von der Revolution in der endlosen Einsamkeit der Straße verschwinden, die brennen wird, in die endlose Einsamkeit der Straßensperren aus Papier mit dem Stigma der Provokateurin – glaub ihnen nicht! * * * 25 ΜΑΪΟΥΈνα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα και θα βγω στους δρόμους όπως και χτες. Και δεν θα συλλογιέμαι παρά ένα κομμάτι από τον πατέρα κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα -αυτά που μ' άφησαν- και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν. Και τους φίλους μας που χάθηκαν. Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα ίσα ολόισα στη φωτιά και θα μπω όπως και χτες φωνάζοντας "φασίστες!!" στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες μ' ένα κόκκινο λάβαρο ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο. Θ' ανοίξω την πόρτα και είναι -όχι πως φοβάμαι- μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα και πως εσύ πρέπει να μάθεις να μην κατεβαίνεις στο δρόμο χωρίς όπλα όπως εγώ - γιατί εγώ δεν πρόλαβα- γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ "έτσι" "αόριστα" σπασμένη σε κομματάκια από θάλασσα, χρόνια παιδικά και κόκκινα λάβαρα. Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα και θα χαθώ με τ΄όνειρο της επανάστασης μες την απέραντη μοναξιά των δρόμων που θα καίγονται, μες την απέραντη μοναξιά των χάρτινων οδοφραγμάτων με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!- Προβοκάτορας. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis
05.02.2014 |
|
|
poetenladen | Blumenstraße 25 | 04155 Leipzig | Germany
|
virtueller raum für dichtung
|