poeten | loslesen | gegenlesen | kritik | tendenz | news | links | info | verlag | poet |
Maria Andreadelli
Maria Andreadelli Maria Andreadelli wurde 1973 in Pireus bei Athen geboren, wo sie auch lebt. Sie studierte Englisch. Sie schreibt Gedichte und übersetzt aus dem Englischen. Η Μαρία Ανδρεαδέλλη κατάγεται από την Λέσβο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Έχει σπουδάσει την αγγλική γλώσσα την οποία και έχει διδάξει. Ασχολείται επίσης και με την λογοτεχνική μετάφραση. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 1. Der Blick Es war dieser eine Blick der die Nachmittage der Jugend an den Ursprüngen unserer Verwahrlosung besiegelte. Es war der Moment, kurz bevor sich die Welt schloss da wir geboren wurden und verlassen lagen, während die Schlaflosigkeit unsere Adern zerfraß. Es war die zitternde Stunde an der Wurzel unseres Seins, die unser Schrei ins Endlose schleuderte. Es war, dass wir nach Lichtkrümeln suchten uns in der Stille zu erneuern, aber nichts fanden, und so gaben wir auf. Es war der Moment, da wir den Mangel erduldeten und unser Leben verschwiegen, da wir nicht nach diesem Etwas dürsteten, da wir da standen ganz leer und meinten, wir seien voll von unserem Dasein in unserer tropfenden Abwesenheit in der trockenen Anwesenheit einer Spiegelung. Es war, dass unsere Hände leer blieben in der Stunde des Krieges und beteten für die Sünden, die nicht begangen wurden. Es war jener Blick für den Weg der uns fehlte, dass wir uns verirrten. * * * Το βλέμμα Ήταν εκείνο το βλέμμα που σφράγισε τ’ απομεσήμερο της νιότης μας στην πηγή της ορφάνιας. Ήταν που λίγο πριν κλείσει ο κόσμος γεννηθήκαμε κι έρημοι μείναμε στην αγρύπνια να τρώει τις φλέβες μας. Ήταν η τρεμάμενη ώρα στη ρίζα της ύπαρξή μας που εκσφενδόνισε την κραυγή μας στο άπειρο που γυρέψαμε ψίχουλα φωτός γι’ ανανέωση, για γαλήνη χωρίς απάντηση κι εγκαταλείψαμε. Ήταν που αποσιωπήσαμε τη ζωή μας στην έλλειψη που δεν διψάσαμε στο Κάτι που μείναμε άδειοι να νομίζουμε πλήρεις τις στιγμές μας στη νοτισμένη απουσία μας στην ξερή παρουσία της αντανάκλασης. Ήταν που μείναμε μ’ άδεια τα χέρια σ’ ώρα πολέμου να προσευχόμαστε αμαρτίες που δεν ήρθαν. Ήταν εκείνο το βλέμμα που έλειψε απ’ το δρόμο μας και χαθήκαμε. 2. Wir Im umwölkten Verstand brechen und spiegeln sich die Gedanken. Wir gleichen den immergrünen Bäumen, die Wurzeln tief im Fleisch mit einem Ziel, an das wir nicht wollen. Die Rinde wird hart die Winde reißen an unseren Blättern, manche werden einfach mitgerissen während wir andere bei uns tragen bis zum großen Feuer. An diesen Tagen dämmert es früh – nicht, dass wir alterten, nein, das ist es nicht – sondern wir wollen uns im Dunkel einrichten. Nachts lässt der Wind nach und wir vergessen, was wir verloren haben. Morgens wenn wir das Fehlen der Blätter bemerken, erinnern wir uns, deshalb befällt uns die Hast einer dunklen Stille Ja, wir lieben die Nacht die glimmende Gesellschaft der Sterne und sogar die lauen Nächte mit dem romantischen Grillengesang; es macht uns nicht aus, dass wir nicht einschlafen können nicht plagt uns die schlaflose Nacht auch nicht dass wir manchmal in wilde Träume versinken. Unsere Buckel kennen die Hakenschläge des Tages sehr gut, wissen, was der Mensch in der Jugend und in der Eile tut; Fangnetze warten noch immer auf unsere Früchte. Oliven haben sie uns genannt und haben Öl aus uns gepresst von der Riten des Frühlings bis zur Ernte am Anfang des Winters. Wir lieben die Nacht auch wenn wir nie schlafen auch wenn wir nicht wie die anderen unsere Blätter verlieren. Wir lieben die Nacht, weil sie uns versteckt so dass wir leichter sterben können und früher * * * Εμείς–Σε νεφελώδη νου σκέψεις σπάζουν και αντανακλούν– Με δέντρα αιώνια μοιάζουμε με τις ρίζες κατάσαρκα χωμένες κι ένα προορισμό που δεν δεχόμαστε. Ο φλοιός σκληραίνει καθώς οι αγέρηδες γδέρνουν τα φύλλα μας, κάποια παρασύρονται εύκολα ενώ άλλα τα παίρνουμε μαζί μας ως τη μεγάλη φωτιά. Αυτές τις ημέρες σουρουπώνει γρηγορότερα –δεν είναι ότι γεράσαμε, όχι ακόμα,- είναι που επιθυμούμε να βολευτούμε στα σκοτεινά, νωρίτερα… Τη νύχτα κοπάζει ο αέρας κι εμείς λησμονούμε ό,τι χάσαμε. Το πρωί σαν βλέπουμε τα φύλλα λιγότερα θυμόμαστε ξανά, γι’ αυτό και η βιασύνη της σκοτεινής σιγαλιάς μάς κυριεύει Την αγαπάμε τη νύχτα με την αμυδρή συντροφιά των άστρων και δη την καλοκαιριά με τα ρομαντικά τζιτζίκια· κι ας μην μας παίρνει ο ύπνος και ας μας τυραννά το ξενύχτι κι ας βυθιζόμαστε κάποτε σε αγριεμένα όνειρα Οι ρόζοι μας ξέρουν καλά τις τσαπιές της ημέρας, γνωρίζουν τι κάνει ο άνθρωπος στη νιότη και στη βιάση· τα δίχτυα ακόμα παραμονεύουν τους καρπούς μας. Ελιές μας είπανε και λάδι μας τραβάνε απ’ το προσκύνημα της Άνοιξης ως τις βέργες του Χειμώνα. Αγαπάμε τη νύχτα κι ας μην κοιμόμαστε ποτέ κι ας μην χάνουμε τα φύλλα σαν τους άλλους. Αγαπάμε τη νύχτα γιατί μας κρύβει και μπορούμε ευκολότερα να πεθάνουμε. 3. Andacht Ich habe an diesem Samstagabend keinen Honig empfangen. Man sagte mir, der Feinde sind viele hinter den Hügeln und es sei Sünde, für Tote zu beten. Im Kerzenschein stand ich einzig dass ihr Licht mich daran erinnert: noch währt die Nacht. Weit abseits am Kai hörte ich das Flüstern des Meeres, die heilige Klage, und die Erwartung ... Die Freiheit entspringt einer Welle ... * * * Σε κατάνυξηΔενκοινώνησα Μέλι εκείνοτο Σαββατόβραδο Μου είπαν πως είναι πολλοί οι εχθροί πίσω απ΄τους λόφους και είναι αμαρτία να προσεύχομαι Θανάτους. Στάθηκα μόνο κάτω απ΄το φως των Κεριών να μου θυμίσουν πως είναι Νύχτα Ακόμη. Στην προβλήτα – πέρα μακριά – άκουγα το ψιθύρισμα της θάλασσας παράπονο αγιασμένο αναμονή… –Η Ελευθερία πηγάζει απ΄το Κύμα … 4. Die Zeit Es wird heute Abend schneien Blendend weiße Tauben werden herabflattern Zur Pflege der vergessenen Nester Es ist so kalt ... Ich trauerte den ganzen Nachmittag Am Kamin Fütterte ihn mit Erinnerungen Die Zeit Für den Ausverkauf Kommt Ich muß meine Ware loswerden Bevor sie in der Feuchtigkeit verfault. Sobald ich Tauben sehe Sobald ich Tauben sehe Wird die Zeit anbrechen * * * Η ώραΘα χιονίσει απόψε Κάτασπρα περιστέρια θα κατέβουν Φροντίδα στις φωλιές που λησμονήθηκαν Έχει ένα κρύο… Όλο το απόγευμα πενθούσα Γύρω απ΄το τζάκι Έκαιγα αναμνήσεις Η ώρα Για το τελικό ξεπούλημα Πλησιάζει Πρέπει να δώσω την πραμάτεια Προτού η υγρασία την σαπίσει Μόλις δω περιστέρια Μόλις δω περιστέρια Θα έχει έρθει η ώρα Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 29.08.2013 |
|
|
poetenladen | Blumenstraße 25 | 04155 Leipzig | Germany
|
virtueller raum für dichtung
|