poeten | loslesen | gegenlesen | kritik | tendenz | news | links | info | verlag | poet |
Jenny Mastoraki
Jenny Mastoraki Jenny Mastoraki wurde 1949 in Athen geboren. Sie studierte byzantinische und mittelalterliche Literatur an der Universität Arhen. Ihre Gedichte wurden in mehrere Sprachen übersetzt und in Anthologien und Zeitschriften veröffentlicht. Sie übersetzte JD Salinger, Carson McCullers, Elias Canetti, Heinrich Böll, Heinrich von Kleist, Karl Marx, Carlo Goldoni, Edgar Allan Poe, Upton Sinclair, Lewis Carroll, Giorgio Mangkanelli, Federico García Lorca, Harold Pinter, Sarah Kane, Migel nicht Cervantes u.a. ins Griechische. 1989 wurde ihr der Thornton Wilder-Preis der Columbia University für ihr übersetzerisches Werk verliehen. 1992 erhielt sie den Sonderpreis der IBBY (International Board on Books for Young People). Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.Τα ποιήματά της μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες και δημοσιεύθηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά. Δεινή μεταφράστρια, η Τζένη Μαστοράκη έχει μεταφράσει συγγραφείς πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως οι Τζέι-Ντι Σάλιντζερ, Κάρσον ΜακΚάλερς, Ελίας Κανέττι, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ, Καρλ Μαρξ, Κάρλο Γκολντόνι, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άπτον Σίνκλαιρ, Λιούις Κάρολ, Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέην, Μιγέλ δε Θερβάντες, Χάουαρντ Μπάρκερ, Πωλ Σουήζι, Άγκνες Χέλερ.Το 1989 τιμήθηκε με το Thornton Niven Wilder Prize του Columbia University (Translation Center) για το σύνολο του μεταφραστικού της έργου και το 1992 με το ειδικό βραβείο του ΙΒΒΥ (International Board on Books for Young People). Ποιήματά της στα ελληνικά και σε γαλλική μετάφραση, επιλεγμένα από την ίδια, περιλαμβάνονται στο ιστολόγιό της. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 1. Ich wollte dir das Lied des blinden Dichters aus Babylon singen, voller Märchen wie das Alte Testament vor den Septuaginta. Von den Hirschen, die an der Tankstelle nach Wasser suchten und von Christus, der als er jung war, in einer Autowerkstatt arbeitete. Da kam ein Brief an voller Brüche und von weither und wies uns an, die Türen zu schließen. * * * Ήθελα να σου πω το τραγούδιτου τυφλού ποιητή της Βαβυλώνας γεμάτο παραμύθια, σαν την Παλιά Διαθήκη πριν απ΄τους Εβδομήκοντα. Για τα ελάφια που γυρεύανε νερό στο βενζινάδικο και το Χριστό που δούλευε μικρός σε συνεργείο αυτοκινήτων. Τότε ένα γράμμα γεμάτο κατάγματα ήρθε από πολύ μακριά και μας παράγγειλε να κλείσουμε τις πόρτες. 2. Das Trojanische Pferd sagte: Nein, ich werde keine Journalisten empfangen! Und man fragte: Warum? Es sagte, dass es nichts über den Mord wisse. Und außerdem hielte es am Abend Diät und als es klein war, habe es einen Mond lang als Karussellpferd auf einer Kirmes gearbeitet. * * * Ο Δούρειος ίππος τότε είπεόχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους, κι είπαν γιατί, κι είπε πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό. Κι ύστερα, εκείνος έτρωγε ελαφρά τα βράδια και μικρός είχε δουλέψει ένα φεγγάρι αλογάκι σε λούνα πάρκ. 3. Immer tiefer versinken wir in uns. Wir interpretieren der vollkommenen Stille Klang und das Schreien der Farben verletzt uns. Der Mond quillt aus Rissen und plündert die Kammern. Jetzt und immer macht der Dichter die Hoffnung mit Nägeln und Zähnen an Gerüsten und Rohbauten fest. * * * Βουλιάζουμε ολοένα και πιο βαθιάμέσα μας. Αποκρυπτογραφούμε τους ήχους της απόλυτης σιγαλιάς και οι κραυγές των χρωμάτων μας πληγώνουν. Το φεγγάρι ορμάει από τις χαραμάδες και λεηλατεί τις κάμαρες. Τώρα και πάντα ο ποιητής στις σκαλωσιές και στα γιαπιά στεριώνει με καρφιά και δόντια την ελπίδα. 4. Die Großen haben immer noch das Kind in sich, das sie im zweiten Weltkrieg waren, das Mädchen, das zu küssen ihnen nicht gelang, den unheilbaren Kohlrübenkummer. Den ersten Flaum auf der Oberlippe, die Barbaren von Kavafis und eine alte Tuberkulose, die Tage in Brotmarken eingetragen. Ein Nagel an der Wand könnte eine ganze Epoche markieren – in den Sommern rasierten sie sich am Spiegel, der vorm Fenster hing. Stadtteilträume wie ein Motorrad mit Kutsche für große Familien. Wir tragen, ganz einfach, in uns die Großen. * * * Οι μεγάλοικουβαλούν πάντα μέσα τους το παιδί που υπήρξαν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας. Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους τους Βαρβάρους του Καβάφη και μια παλιά φυματίωση. Τις μέρες τους καταχωρημένες σε δελτία τροφίμων. Ένα καρφί στον τοίχο μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή – τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο. Όνειρα συνοικιακά σα μια μοτοσικλέτα με καρότσα για πολυμελείς οικογένειες. Εμείς κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας τους μεγάλους. 5. Die Menschen sterben ausschließlich im Gedächtnis der Völker. Sie sind geschmeichelt durch den enorm wachsenden Großmut des Pöbels. Sie sind voller Gier nach den lautlosen Lücken zwischen den Worten oder den Gesten und löschen sich aus in der tiefen Verbeugung – ein Zeichen der Unterwerfung oder Verachtung - vor der Herrschaft unbarmherzig totalitärer Momente, die jedoch ihren Ursprung in ihnen selbst haben. * * * Οι άνθρωποι πεθαίνουνμονάχα στη μνήμη των λαών. Κολακεύονται στις εξάρσεις της μακροθυμίας του όχλου. Ζουν αχόρταγα τα βουβά διαστήματα ανάμεσα σε δυο λέξεις ή δυο χειρονομίες κι ύστερα σβήνουν με μια βαθιά υπόκλιση – ένδειξη υποταγής ή περιφρόνησης- σε μια δυναστεία συγκεντρωτικών ανελέητων στιγμών που ήταν ωστόσο μονάχα δικές τους 6. Geburt Ich keimte in einem Treibhaus aus Stahlbeton. Ein Muhen walkte mein Eingeweide. Ich begnügte mich mit diesem natürlichen Zustand. Ich sprach nicht. Ich provozierte keinen. Nur dass ich einzig an Orten gedieh, an denen durch Lexika meine Existenz beharrlich geleugnet wird. * * * Η γέννησηΒλάστησα σ΄ένα θερμοκήπιο μπετόν αρμέ. Μια φωνή αγελάδας μου βοσκάει τα σωθικά. Περιορίστηκα σ΄αυτή τη φυσική κατάσταση. Δε μίλησα. Δεν προκάλεσα κανέναν. Μονάχα που πάντα ευδοκίμησα στα μέρη όπου τα λεξικά αρνήθηκαν επίμονα την ύπαρξή μου. 7. Verfall Der Verfall kennt keine Frist. Er kommt wie eine außergerichtliche Forderung. Ganz einfach wirft man dir die Möbel auf die Straße. Kinder stehen neben dir, bestaunen das was du im pubertären Wutanfall auf der Rückenlehne deines Stuhles kritzeltest: Lügen – Lügen – Lügen. Schließlich packst du nur das Bett auf ein vorbeifahrendes Motorrad und ziehst einzig damit um, Adresse unbekannt. * * * ΠαρακμήΗ παρακμή δεν έχει χρονικά περιθώρια. Έρχεται σαν εξώδικη πρόσκληση κι έτσι απλά σου βγάζει τα έπιπλα στο δρόμο. Γύρω σου τα παιδιά περιεργάζονται την πλάτη της καρέκλας σου εκεί που σε μια παραφορά της εφηβείας είχες γράψει: Ψέματα – Ψέματα – Ψέματα. Τελικά φορτώνεις μόνο το κρεβάτι σε μια περαστική μοτοσυκλέτα και μετακομίζεις σε άγνωστη διεύθυνση. 8. Die Laute Schweben tausende Köpfe. Sie erfassen ein Wort und reißen es in Stücke. Du verfolgst unsagbares Gehüpf der Laute vom Mund zu Mund. Sie sprechen alle die gleiche zerrissene Sache. * * * Οι φθόγγοιΧιλιάδες κεφάλια μετέωρα. Παίρνουν μια λέξη και την κατασπαράζουν. Παρακολουθείς απερίγραπτες συσπάσεις των φθόγγων από στόμα σε στόμα. Λένε όλοι τους το ίδιο πράγμα διαμελισμένο. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis
16.04.2014 |
|
|
poetenladen | Blumenstraße 25 | 04155 Leipzig | Germany
|
virtueller raum für dichtung
|