poeten | loslesen | gegenlesen | kritik | tendenz | news | links | info | verlag | poet |
Tassos Galatis
Tassos Galatis Tassos Galatis wurde 1937 in Argostoli/Kefalonia geboren. Er studierte an der Universität von Athen. Sein erstes Buch „Mythologie des Waldes“ erschien 1962. Über sein zweites Buch „Druckfehler“ (1968) sagte Odysseus Elytis: „selten wird das poetische Problem mit solcher Ernsthaftigkeit behandelt.“ Im Jahr 2006 erhielt er den Nationalpreis für Poesie für sein Buch „Aniptopoden und Sfendoniten*.“ Seine Gedichte wurden ins Englische übertragen. Tasos Galatis lehrte in verschiedenen Schulen und im In- und Ausland. Ο Τάσος Γαλάτης γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς το Δεκέμβριο του 1937, με καταγωγή από τη Νέα Φιγαλεία της Ολυμπίας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πρώτο του βιβλίο "Μυθολογία του δάσους" (1962) επαινέθηκε από την κριτική. Για το δεύτερο βιβλίο του "Τα παροράματα" (1968), ο Οδυσσέας Ελύτης παρατήρησε: "σπάνια το ποιητικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται με τόση σοβαρότητα". Το 2006 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του "Ανιπτόποδες και Σφενδονήτες". Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά. Ο Τάσος Γαλάτης υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis 1. DIE GESTORBENE Ich fand sie auf dem Rücken liegend tot auf dem Treppenpodest in der zweiten Etage; anscheinend hat ihr jemand den Abstieg in den Hades erleichtert, indem er das Fenster vom Lichtschacht offen ließ. Ihre hakenförmigen, schwarzen Füßchen, nun regungslos, sahen aus, als ob sie Gott einen Vogel zeigten, wie wir damals über Schildkröten zu sagen pflegten, die auf dem Rücken gedreht waren. Seitdem machten mir alle umgedrehten Geschöpfe und Dinge bis heute immer den gleichen Eindruck, da alles mir verkehrt herum vorkommt und die Welt in ihrem Gang täglich und andauernd in etwas verwandelt, das Gott einen Vogel zeigt. * * * Η ΝΕΚΡΗΤη βρήκα να κείτεται νεκρή σε ύπτια θέση στο κεφαλόσκαλο του δεύτερου ορόφου΄ κάποιος φαίνεται διευκόλυνε την κάθοδό της στον Άδη αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο του φωταγωγού. Τ΄ αγκιστροειδή, ασάλευτα πλέον μαύρα ποδαράκια της έμοιαζαν να μουντζώνουν το θεό κατάμουτρα όπως συνηθίζαμε τα χρόνια εκείνα να λέμε ιδίως για τις αναποδογυρισμένες χελώνες΄ έκτοτε όλα τα αναστραμμένα πλάσματα και πράγματα μου έδιναν πάντοτε αυτή την αίσθηση μέχρι σήμερα που όλα μου φαίνονται ανάποδα κι ο κόσμος στην πορεία του μεταμορφώνεται καθημερινά και μόνιμα σ΄ένα πελώριο φασκέλωμα. 2. DAS SKELETT Ich hatte mich im Wald verirrt, mich jagten aber weder Bestien noch Dämonen, aber plötzlich erinnerte ich mich an das Skelett eines Ziegenbocks, der eingeklemmt war in verkohlten Buschwäldern auf einem Gebirgskamm von Nisyros nahe dem Vulkan. Es schien, als hätte er sich von seiner Herde entfernt von seinem Pflock, als schwebe er und löste langsam sich auf im Schwefel und den Ausdünstungen des Vulkans, die durch den Schirokko ringsumher verbreitet wurden. Und so wie die unerbittliche Sonne seine schneeweiße Stirn unter blauen Hörnern glänzen ließ, schien die Hölle des Juli aber auch meine Hölle doppelt so heiß zu brennen. * * * ΤΟ ΣΚΕΛΕΘΡΟΉμουν χαμένος στο δάσος μα δεν με κυνηγούσαν τώρα τα θεριά ούτε οι δαίμονες γιατί στη μνήμη μου αναδύθηκε απροσδόκητα το σκέλεθρο ενός τραγιού γαντζωμένο στις καρβουνιασμένες λόχμες σ΄ένα καταράχι της Νισύρου πλάι στο ηφαίστειο. Φαίνεται πως είχε ξαστοχήσει το κοπάδι και το μονοπάτι του κι απόμεινε να σιγολιώνει εκεί αιωρούμενο μέσα στο θειάφι και τις αναθυμιάσεις από το ηφαίστειο που σκόρπιζε ολόγυρα ο λίβας. Κι όπως έλαμπε στον αδυσώπητο ήλιο το κούτελό του κάτασπρο με τα μπλάβα κέρατα φάνταζε διπλή η κόλαση του Ιουλίου και η κόλασή μου. 3. ICH SAH Ein Traum war es und war es doch nicht Ich sah Nereus die Große Straße mit Angel, Fischnetz und Dreizack hinab gehen, meine Mutter sah ich auf dem Hof die Lauge bereiten und dann meinen Vater, der meinen jüngeren Bruder an einem Seil aus dem Brunnen zog und dem kühlem Dunkel eine riesige Melone brachte. Ich sah meinen Großvater in der märzlichen Morgendämmerung die böse Schlange vom Schwalbennest hoch über der Terrasse rechtzeitig vertreiben und tiefer im Traum meine Großmutter, die den zerzausten Rosenstock nach dem Sturm an die Wand des Orangenhaines band. Ein Traum war es und war es doch nicht ich sah Nereus die Große Straße mit einer Muräne am Dreizack triumphierend herauf kommen. * * * ΕΙΔΑΌνειρο ήταν δεν ήταν όνειρο΄ Είδα τον Νηρέα να κατεβαίνει τη Μεγάλη Στράτα με το καλάμι, την απόχη και την τρίαινα, τη μάνα μου είδα να ετοιμάζει στην αυλή την αλισίβα κι ύστερα τον πατέρα μου να ανεβάζει μ ΄ένα σκοινί από το πηγάδι τον μικρό μου αδερφό κουβαλώντας απ΄το δροσερό σκοτάδι ένα πελώριο καρπούζι. Είδα τον πάππο μου ένα χάραμα του Μάρτη να προλαβαίνει με το ραβδί του το κακό το φίδι στη χελιδονοφωλιά ψηλά επάνω στο χαγιάτι κι ακόμα πιο βαθιά τη βάβω μου στον τοίχο να στεριώνει του περιβολιού τη ρημαγμένη τριανταφυλλιά μετά τη θύελλα. Όνειρο ήταν δεν ήταν όνειρο είδα τον Νηρέα ν΄ανεβαίνει τροπαιοφόρος τη Μεγάλη Στράτα με μια σμέρνα κρεμασμένη στην τρίαινα. 4. DER TOTE Jetzt kämpfe ich, die Bänder zu lösen, die meine Hände und meine Beine binden, das Grabtuch zu zerreißen und endlich zu beweisen, dass ich nicht mehr tot bin, obwohl ich endgültig die Fähigkeit verloren habe, zwischen Lebenden und Toten zu unterscheiden. Nur Martha, die ihre Kräfte im Dienst unbeschwert aufbrauchte, kennt vielleicht die Wahrheit und Maria auch, da sie unbedenklich ihren Duft versprühte, ohne Rücksicht auf seinen unermesslichen Wert, und tiefer noch auch diejenigen, die ihren Nächsten wie sich selbst liebten. Aber was ist der Nächste und wie werden wir entscheiden, um zwischen uns das Erbe zu aufzuteilen – ich an den verlassenen Felsen gekettet und du in einem unendlichen Tiefen verloren. * * * Ο ΝΕΚΡΟΣΤώρα παλεύω να λύσω τις ταινίες που φασκιώνουν τα χέρια και τα πόδια μου να σκίσω το σουδάριο, ν΄αποδείξω επιτέλους πως δεν είμαι πια νεκρός αν και απώλεσα οριστικά το μέτρο να διακρίνω τη γραμμή ανάμεσα στους ζώντες και τεθνεώντες. Ίσως μόνο η Μάρθα να γνωρίζει την αλήθεια που αναλώθηκε αδιαμαρτύρητα στη διακονία και η Μαρία όταν σκόρπιζε απερίσκεπτα τα΄αρώματά της χωρίς να λογαριάζει την αμύθητη αξία τους, κι ακόμα πιο βαθιά όσοι αγάπησαν τον πλησίον τους ως σεαυτόν. Μα τί εστί ο πλησίον και πώς θ΄αποφασίσουμε να μοιραστούμε τον ίδιο κλήρο εγώ στον έρμο βράχο καρφωμένος κι εσύ χαμένος σε μιαν ατέλειωτη κατάδυση. 5 MARINOS 1974 Es waren die Nächte, in denen die Hunde dich erkannten wenn du über den Graben sprangst und zu den Enden des Großen Bären ranntest die Würfe in den Händen fest für diejenigen drücktest die auf deiner Haut am nächsten Morgen mit glühendem Eisen alle Parolen und Aufschriften markieren würden die du in die Wände zu ritzen nicht schafftest. Du hast mich nicht gehört, als ich rief „pass auf, lauf nicht so schnell irgendwann werden dich die Hunde vergessen irgendwann werden sie dich anfallen und zerreißen“ und noch weitere Warnungen und gute Ratschläge die mein Alter mit Vernunft und Würde verdreckten. Aber du warst nicht da du warst schon über den Graben gegangen hin zu den Enden des Großen Bären und während meine Stimme ihre Weisheit festigte verging der beißende Geruch in der deinen wurde im reinen Kalk deiner Tugend gelöscht. * * * ΜΑΡΙΝOΣ 1974
Ἦταν οἱ νύχτες ποὺ τὰ σκυλιὰ σ’ ἀναγνωρίζανε ὅταν πηδοῦσες τὸ χαντάκι κι ἔτρεχες γιὰ τὰ τέρματα τῆς ἄρκτου σφίγγοντας τοὺς πεσσοὺς στὰ χέρια γι’ αὐτοὺς ποὺ θὰ χαράζανε στὴ σάρκα σου μὲ πυρωμένο σίδερο τ’ ἄλλο πρωὶ ὅσα συνθήματα κι ἐπιγραφὲς δὲν θὰ προλάβαινες νὰ σημαδέψεις στὰ ντουβάρια.
Δὲν μ’ ἄκουγες ὅταν σοῦ φώναζα «πρόσεχε λίγο, μὴν τρέχεις ἔτσι γρήγορα κάποτε θὰ σὲ λησμονήσουν τὰ σκυλιὰ κάποτε θὰ χυμήξουν πάνω σου νὰ σὲ κατασπαράξουν» καὶ ἄλλες παραινέσεις καὶ συμβουλὲς ἐνάρετες ποὺ βρώμισαν τὰ χρόνια μου μὲ φρόνηση κι ἀξιοπρέπεια.
Μὰ σὺ δὲν ἤσουνα παρὼν εἶχες πηδήξει κιόλας τὸ χαντάκι γιὰ τὰ τέρματα τῆς ἄρκτου κι ἐνῶ δυνάμωνε ἡ φωνή μου τὴ σοφή της σύνεση τὴ δυσωδία της ἔπνιγες στὸν ἄσπιλο της ἀρετῆς σου ἀσβέστη. 6 BLUT Weder leben noch sterben kann ich. Warte, du hast mir gesagt, warte, die Welt ändert sich es werden andere Kinder kommen am Mittag werden wir über den Zaun springen und unsere Schlafe werden mit den Rufen deiner Mutter in den Kakteen hängen, dann wird der Steinkrieg beginnen und wenn die Umgebung in Blut versinkt warte, ich werde dich rufen, warte die Welt wird sich ändern es werden andere Kinder kommen am Mittag werden wir über den Zaun springen und dann fängt der Steinkrieg wieder an. * * * ΤΟ ΑΙΜΑΔεν μπορώ να ζήσω ούτε να πεθάνω. Περίμενε, μου είπες τότε, περίμενε θ΄αλλάξει ο κόσμος θα΄ρθούν άλλα παιδιά το μεσημέρι θα πηδήξουμε το φράχτη κι ο ύπνος μας θα΄χει σκαλώσει στις φραγκοσυκιές μαζί με τις φωνές της μάνας σου, μετά θα΄αρχίσει ο πετροπόλεμος κι όταν πνιγούν οι γειτονιές στο αίμα περίμενε, θα σου φωνάξω, περίμενε θ΄αλλάξει ο κόσμος θα΄ρθούν άλλα παιδιά το μεσημέρι θα πηδήξουμε το φράχτη κι ύστερα πάλι ο πετροπόλεμος. 7 Meeresfriedhof Aber auch als ich deine nackten Knochen sah und den Tod endlich verstand und die List des Wetters im Frühlingsnieselregen wich ich nicht aus auf dem Weg unter Zypressen, ich sprang wieder über die kleine Mauer die die Gräber vom Meer trennt und dort am Wasser begann ich Kiesel und zerbrochene Ziegel auszusuchen wie damals als wir wetteiferten wer die meisten Steine über den Buckel des Meeres hüpfen lässt. So fand ich im Jahrhundert das spielende Kind beim Spielen und deshalb musste ich mir nicht ausrechnen wem von beiden das Reich gehört – den Gräbern oder dem Meer - * * * Θαλασσινό κοιμητήριΠαις ο αιών... Ηράκλειτος Μα κι όταν είδα κόκαλά σου γεγυμνωμένα κι εννόησα επιτέλους το θάνατο κι εννόησα στο ανοιξιάτικο ψιχάλισμα την πανουργία του καιρού δε λοξοδρόμησα στο μονοπάτι με τα κυπαρίσσια, πήδηξα πάλι την ξερολιθιά που χώριζε τους τάφους απ΄το κύμα κι εκεί στην άκρη του νερού άρχισα να ξεδιαλέγω τα βότσαλα και τα σπασμένα κεραμίδια σαν άλλοτε που παραβγαίναμε ποιός θα ρίξει περισσότερες ξυστές στης θάλασσας τη ράχη. Έτσι μεσ΄ στον αιώνα βρήκα το παιδί να παίζει γι΄αυτό και δεν χρειάστηκε ποτέ να λογαριάσω ανάμεσα στα μνήματα και το νερό σε ποιόν ανήκε η βασιλεία. Übersetzung: Jan Kuhlbrodt und Jorgos Kartakis
17.12.2013 |
|
|
poetenladen | Blumenstraße 25 | 04155 Leipzig | Germany
|
virtueller raum für dichtung
|